μαγαρισιά

μαγαρισιά
η (Μ μαγαρισιά)
1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα
2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα
3. μιαρότητα, αμαρτία
νεοελλ.
μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα ασυνήθιστα και παράξενα γεγονότα («κάποια μαγαρισιά έγινε στο σπίτι
γι' αυτό τρώνε οι ποντικοί τα ρούχα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαγαρισ- τού αορ. τού ρ. μαγαρίζω + κατάλ. -ιά (πρβλ. βρισ-ιά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μαγαρισιά — η η ακαθαρσία, η μόλυνση, η κοπριά: Οι αγελάδες γέμισαν μαγαρισιές το στάβλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγάρισμα — το ατος 1. το λέρωμα με κοπριά, η μόλυνση: Το μαγάρισμα του σπιτιού από τα κατοικίδια ζώα. 2. η βεβήλωση, η μαγαρισιά: Το μαγάρισμα του ναού από τους αρχαιοκάπηλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”